βεγόνια — (begonia). Γένος πολυετών ή μονοετών ποωδών φυτών της οικογένειας των βεγονιδών που περιλαμβάνει περίπου 360 είδη, κυρίως τροπικά, τα οποία καλλιεργούνται σε άλλες περιοχές ως καλλωπιστικά. Ονομάζεται και μπιγόνια. Οι πόες αυτές είναι… … Dictionary of Greek
Άπιος — (apios). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ψυχανθών με πέντε είδη, από τα οποία τα δύο είναι ιθαγενή της Βόρειας Αμερικής και τα υπόλοιπα της Ασίας. Είναι πολυετείς, πολύκλαδες πόες, με ρίζες κονδυλώδεις και φύλλα φτερωτά με 3 έως 9… … Dictionary of Greek
άπιος — (apios). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ψυχανθών με πέντε είδη, από τα οποία τα δύο είναι ιθαγενή της Βόρειας Αμερικής και τα υπόλοιπα της Ασίας. Είναι πολυετείς, πολύκλαδες πόες, με ρίζες κονδυλώδεις και φύλλα φτερωτά με 3 έως 9… … Dictionary of Greek
κονδυλοφόρος — και κοντυλοφόρος, ο 1. (για φυτά) αυτός που έχει κονδύλους, κονδυλόρριζος 2. το αρσ. ως ουσ. ο κονδυλοφόρος όργανο γραφής, καλάμι ειδικό για γράψιμο, κυρίως το ξύλινο ή μετάλλινο ή πλαστικό στέλεχος, στην άκρη τού οποίου προσαρμόζεται η γραφίδα.… … Dictionary of Greek
κονδυλώδης — ες (Α κονδυλώδης, ώδες) [κόνδυλος] αυτός που μοιάζει με κόνδυλο, κονδυλοειδής, διογκωμένος νεοελλ. 1. (για φυτά) κονδυλόρριζος 2. αυτός που έχει οιδήματα, πρησμένος … Dictionary of Greek
κόνδυλος — I (Ανατ.) Προεξοχή οστού, που αποτελεί μέρος μιας άρθρωσης και η οποία, με το κυλινδρικό σχήμα της, περιορίζει τις κινήσεις του οστού σε ένα ορισμένο επίπεδο. Οι κυριότεροι κ. είναι της κάτω γνάθου (σιαγόνας), του ινιακού οστού, του κάτω άκρου… … Dictionary of Greek
ρίζα — η / ῥίζα, ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. βρίζα Α 1. βοτ. το κατά κανόνα υπόγειο τμήμα τού σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες τού οποίου είναι η στήριξη τού φυτού, η πρόσληψη από το έδαφος νερού και των διαλυμένων σ αυτό ανόργανων αλάτων,… … Dictionary of Greek